προφυματικός

προφυματικός
-ή, -ό
αυτός που βρίσκεται στο προστάδιο της φυματίωσης, που είναι έτοιμος να προσβληθεί από φυματίωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προφυματικός — ή, ό, Ν 1. (για καταστάσεις) αυτός που προοιωνίζεται φυματίωση 2. (για πρόσ.) αυτός που κινδυνεύει να προσβληθεί από φυματίωση, που παρουσιάζει συμπτώματα τα οποία προαναγγέλλουν φυματίωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”